“Το παρόν δεν περιέχει τίποτε περισσότερο από το παρελθόν και ό,τι υπάρχει στο αιτιατό ήταν ήδη στην αιτία”
Henri Bergson
Η εικαστική πρακτική της Εύας Μιχαλάκη είναι μια προσωπική μεταγραφή του χρόνου, αποδελτιώσεις μιας μύχιας εκδοχής της ιστορίας. Τα έργα της δεν στοχεύουν σε μια αντικειμενική και ακριβή περιγραφή των γεγονότων αλλά στη σύνθεση μιας γλαφυρής αφήγησης που βασίζεται στην εμπειρία και τη δυνατή εικονογραφία. Αντλεί έτσι στοιχεία από την παράδοση του κοριτσίστικου ημερολογίου, για να ενορχηστρώσει καθολικά, συνειρμικά περιβάλλοντα τα οποία μοιάζουν να εντοπίζουν κάθε φορά τη θέση της σε μια δεδομένη στιγμή. Ο τρόπος με τον οποίον η Μιχαλάκη αφηγείται την ιστορία συγκροτείται από αυτοβιογραφικά στοιχεία· οφείλει περισσότερα στις βασικές και καθολικές ιδιότητες των παραμυθιών παρά στις επιστημονικές απεικονίσεις του παρελθόντος.
Όπως και στα ταξιδιωτικά ημερολόγια, με τα οποία έχει ασχοληθεί στο παρελθόν, η Μιχαλάκη επιχειρεί να καταγράψει το παρόν μέσα από πρωτογενείς παρατηρήσεις και μια εικαστική ανάγνωση των μετακινήσεών της. Χαράσσει έτσι ένα δικό της χωροχρονικό συνεχές, ανθολογώντας αναμνήσεις, συλλέγοντας ταξιδιωτικά αποσπάσματα. Σαν ένας σύγχρονος εικαστικός Παυσανίας, δημιουργεί βιβλία τα οποία λειτουργούν σαν χαρτογραφήσεις μιας αυτοβιογεωγραφίας αποτελούμενης από φράσεις, φωτογραφίες, αποκόμματα, σχέδια και σενάρια. Τα υβριδικά artist book της Μιχαλάκη οφείλουν πολλά στη φιλοσοφία του κολάζ και προδίδουν τη γοητεία που της ασκεί η – τόσο χαρακτηριστική στους Σουρεαλιστές- εναλλαγή των μέσων η οποία εντέλει ισοδυναμεί με κατάλυση των ορίων ανάμεσα στα μέσα. Η σύνθεση των σημειωματαρίων της διακρίνεται από horror vacui το οποίο καταδεικνύει μια ακατάστατη, σχεδόν παιδική δημιουργική ορμή και την ιδιαίτερη εκείνη, βιαστική αίσθηση του χρόνου που χαρακτηρίζει τον ταξιδιώτη που ρουφάει όσο γίνεται περισσότερα σε όσο γίνεται συντομότερο χρόνο.
Στην έκθεση Le Petit Chaperon Rouge, η καλλιτέχνης μεταλλάσσει τα ταξιδιωτικά της ημερολόγια στο χώρο σε ένα ημερολόγιο ταξιδιού στο χρόνο. Η έκφραση του ταξιδιού αυτού δεν είναι πια ένα βιβλίο αλλά μια πλήρης εγκατάσταση που απαρτίζεται από τρία κεφάλαια και καλεί το θεατή να περιηγηθεί μέσα της σαν να φυλλομεττρά ένα βιβλίο. Σε αυτό το ημερολόγιο χρονικού ταξιδιού, η Μιχαλάκη διερευνά τις θραυσματικές αναμνήσεις της παιδικής ηλικίας, ακολουθώντας και πάλι τη μέθοδο των ελεύθερων συνειρμών που συναντάμε και στα ταξιδιωτικά της ημερολόγια. Η επιλογή του τίτλου αντανακλά το πέρασμα ενός κοριτσιού στην ενήλικη ζωή, όπως φαίνεται και στο παραμύθι. Η Κοκκινοσκουφίτσα φεύγει από το σπίτι της και ζει μια σειρά από απειλητικά επεισόδια τα οποία αντιμετωπίζει μόνη της. Πριν βγει από αυτήν την ακολουθία γεγονότων με την ωριμότητα της εμπειρίας, θυματοποιείται ως παιδί ακόμη από τις σκοτεινές δυνάμεις για τις οποίες δεν είναι προετοιμασμένη.
Το εισαγωγικό τμήμα της έκθεσης καλωσορίζει τον θεατή ως επισκέπτη στα ενδότερα μιας σκηνοθετημένης ανάμνησης. Η κουνουπιέρα από γάζα που προφυλάσει την εγκατάσταση, δημιουργεί το αίσθημα της θολής, ονειρικής ατμόσφαιρας μιας μακρινής ανάνμνησης που είναι αποκομμένη από την πραγματικότητα, αλλά ταυτόχρονα υπαινίσσεται το τραυματικό χαρακτήρα μιας εσωστρεφούς παιδικότητας. Τα αιωρούμενα παιχνίδια και ραμμένα παιδικά ρούχα που παραμονεύουν πάνω από το κεφάλι του επισκέπτη καθρεφτίζουν τα τραύμα μιας πράξης που αναστέλλεται στα μισά. Τα καθίσματα από μαξιλάρια στο πάτωμα και η σιωπηλή, ανοιχτή πρόσκληση στα σημειωματάρια ενός κοριτσιού συμβιβάζουν τη σκληρότητα του mobile και δρουν σαν μια άλλη εκδοχή της παιδικής κουβέρτας που προσφέρει ασφάλεια. Η είσοδος στο επόμενο κεφάλαιο του Le petit Chaperon rouge, είναι κλεισμένη για το θεατή. Πίσω από σιδεριές και σε ένα εντελώς σκοτεινό περιβάλλον, κρέμεται ένα λευκό νυχτικό που δημιουργεί την απόκοσμη εντύπωση ενος παρελθόντος που σε στοιχειώνει αλλά παραμένει ασφαλισμένο στις πιο σκοτεινές γωνιές της μνήμης. Το τελευταίο κομμάτι της έκθεσης λειτουργεί σαν μια ρέπλικα σπιτιού. Σχέδια από αντικείμενα του σπιτιού κρέμονται από τους τοίχους και δυο ημερολόγια προσκαλούν το θεατή να κρυφοκοιτάξει τους κανόνες του οικοδεσπότη. Όπως και οι απατήσεις που έχει ο καλεσμένος στο σπίτι του καλλιτέχνη, έτσι και τα ευαίσθητα υλικά της χειροποίητης βιβλιοδεσίας και η οικειότητα των σκέψεων που έχουν καταγραφεί στα ημερολόγια, δείχνουν να απαιτούν σιωπηλά την προσοχή και φροντίδα του θεατή.
Το ναϊφ φρόνημα του παραμυθιού, η εξαϋλωμένη εικόνα του λευκού νυχτικού που κυματίζει, η μη-συστηματική ακολουθία των σχεδίων στα μπλοκ ιχνογραφίας από ριζόχαρτο ποζάρουν σα συγκεχυμένα απομεινάρια ενός παρελθόντος που συνδέονται μόνο από τη ροή της συνείδησης του καλλιτέχνη. Η ανάγνωση της έκθεσης είναι λιγότερο ένας φόρος τιμής στην απώλεια της παιδικότητας και περισσότερο μια διαθήκη σε αυτή, όταν πια η καλλιτέχνης έχει επιτύχει ένα επίπεδο ωρίμανσης στη καταγραφή του χρόνου μέσα από τη συνείδηση της προσωπικής εμπειρίας.
Εβίτα Τσοκάντα
le petit chaperon rouge @ stoa aeschylou - the arcade project | nicosia.cy
performance | room 01 | room 02 | room 03 | text | | | home